- μετακαθέζομαι
- μετακαθέζομαι (Α) [καθέζομαι]αλλάζω τη θέση μου, κάθομαι σε άλλη θέση («χρηματίσας δὲ καὶ τούτοις... μετεκαθέζετο ἐπὶ τὸν ἑξῆς θρόνον», Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετακαθέζεται — μετακαθέζομαι change one s seat pres ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεκαθέζετο — μετακαθέζομαι change one s seat imperf ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)